- τρίκορυς
- τρί-κορυς, ὁ, mit einem dreifach bebuschten Helme
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τρίκορυς — όρυθος, ὁ, Α αυτός που έχει περικεφαλαία με τρία λοφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόρυς «περικεφαλαία, κεφάλι» (πρβλ. ὀρθό κορυς)] … Dictionary of Greek
τρικόρυθες — τρίκορυς with triple plume masc nom/voc pl τρικόρυθος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρικόρυθος — τρίκορυς with triple plume masc gen sg τρικόρυθος masc gen sg τρικόρυθος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόρυς — κόρυς, υθος, ἡ (Α) 1. η περικεφαλαία τών μαχητών («βάλεν εὐπείθεια κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κέρας δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς. Μαζί με τα κόρυδος, κόρυμβος, κορύνη,… … Dictionary of Greek
τρικόρυθος — Δήμος της αρχαίας Αττικής, που ανήκε αρχικά στην Αιαντίδα και από το 146 μ.Χ. στην Αδριανίδα φυλή. Αποτελούσε μαζί με άλλες πόλεις την αττική Τετράπολη, και βρισκόταν A της Οινόης και BA του Μαραθώνα. Λεγόταν και Τρικόρυνθος. * * * ον, Α… … Dictionary of Greek